Η μουσική -που σήμερα φτάνει σε μας σαν επανάληψη, σαν αναπαραγωγή- χρειάζεται κάποιους μύθους που προορίζονται να σώσουν την ιδέα ότι υπάρχει κάπου αλλού, ως φυσική και μοναδική εμπειρία.
Η κυριαρχία της τεχνικής, μας βοηθά να ανακτήσουμε αυτή την εμπειρία.
Ο Michel Chion, στο βιβλίο του Η Μουσική, εκθέτει τρεις από αυτούς τους μύθους: τον μύθο της υψηλής πιστότητας, τον μύθο της αναπαραγωγής και τον μύθο της κυριαρχίας.
Αφετηρία πάντως για κάθε σκέψη μας γύρω από τα τεχνικά μέσα, θα πρέπει να είναι η κοινή παραδοχή ότι, ουσιαστικά, τα μηχανήματα “δεν ελέγχουν καθόλου τη μουσική, παρόλο που μας προσφέρουν τα μέσα για νέες δημιουργίες και ηχητικότητες. Οφείλουμε να αποδεχτούμε αυτή την αδυναμία, για να φτάσουμε σε ένα νέο είδος ακρόασης ή δημιουργίας.”.
Η υψηλή πιστότητα (hi fi) στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μια εμπορική έννοια.
Κυρίαρχο εδώ είναι το στοιχείο της καθαρότητας, της σταθερότητας και της εγγύτητας του ήχου, που βοηθά τη μουσική να εκτυλίσσεται μέσα στο καθημερινό μας περιβάλλον.
Η σταθερότητά της, επιτρέπει τη δική μας αστάθεια απέναντί της. Δεν είμαστε πρόθυμοι και προσηλωμένοι ακροατές –όπως οι ακροατές μιας συναυλίας- αφού σπάνια όταν ακούμε μουσική απέχουμε από κάθε άλλη δραστηριότητα και συνήθως οι ακροάσεις μας περιβάλλονται από ένα κενό αντίληψης.
Αντίθετα, η μουσική σε μια συναυλία είναι κατακερματισμένη στο χώρο. Εκεί, όλες οι αισθήσεις μας “δουλεύουν” για τη μουσική. Οι αντιθέσεις του ηχητικού επιπέδου είναι μεγαλύτερες. Μπορεί να υπάρχουν ενοχλητικοί θόρυβοι, που όμως τους αποκλείουμε νοητικά, εστιάζοντας την προσοχή μας στη μουσική. “Η συναυλία παραμένει το ιδανικό και μυθοποιημένο σημείο αναφοράς”, όμως μάλλον η υψηλή πιστότητα μας προσφέρει μια ηθελημένα ουδέτερη και διάφανη προσέγγισή της.
Ο δεύτερος μύθος αφορά το ότι τα ΜΜΕ και η τεχνολογία της μουσικής δεν παράγουν αλλά αναπαράγουν τη μουσική.
Το παράδοξο εδώ είναι ότι με τον δίσκο π.χ. ή το ραδιόφωνο, η μουσική υπάρχει “δίχως την αληθινή παρουσία εκτελεστών, αλλά και δίχως την προσοχή του ακροατή”.
Η μουσική “εξακολουθεί να υπάρχει από μόνη της”. Το ραδιόφωνο μπορεί να παίζει σε ένα δωμάτιο όμως εμείς μπορεί να μην είμαστε εκεί.
Και εδώ είναι που διαφέρει η αναπαραγωγή της μουσικής από την επανάληψή της.
Μέχρι το 1877, οι παρτιτούρες επαναλάμβαναν, διέδιδαν τη μουσική, όμως το μουσικό έργο δεν είχε τον χαρακτήρα πρωτοτύπου. Ακόμα και στις συναυλίες, “οι άριες της όπερας είχαν εκλαϊκευθεί και διασκευασθεί και παίζονταν στο πιάνο, στη λατέρνα κ.λπ. ”
Για τον δεύτερο μύθο λοιπόν, ιδανικό και μυθοποιημένο σημείο αναφοράς είναι το πρωτότυπο μουσικό έργο και η “εκτέλεση αναφοράς ”, αυτή που –υποτίθεται- πλησιάζει περισσότερο στην απόλυτη μορφή του έργου.
Για τον Michel Chion, δεν είναι η επανάληψη του ίδιου μουσικού μηνύματος που θα πρέπει να μας ανησυχεί, αλλά η επανάληψη και των παραμικρών λεπτομερειών της ηχογράφησης και της εκτέλεσης του μηνύματος.
Για παράδειγμα, ακόμα και οι διαφορές ανάμεσα στις εκτελέσεις ενός κλασικού έργου “μας καθησυχάζουν με τον αναπόφευκτα συμπτωματικό χαρακτήρα της τάδε λεπτομέρειας μιας δισκογραφικής εκτέλεσης, αφού δεν αποτελεί παρά μια εκδοχή μεταξύ πολλών άλλων” Μια εκδοχή του έργου (ή της ηχογράφησης) – σημείου αναφοράς, εμπορικού μύθου που πλάθει η δισκογραφική βιομηχανία για να “αναβαθμίσει τον δίσκο”.
Και βέβαια, υπάρχει και η ανησυχία για τη “χαμένη μουσική”. Τη μουσική που τα Μ.Μ.Ε. έχουν υποβαθμίσει και ισοπεδώσει από την επανάληψη που της επιβάλλουν.
Επίσης, η μουσική “δεν είναι μονοδιάστατο και γραμμικό σύστημα”. Συναρθρώνει ποικίλα στρώματα σημασιών και πληροφοριών διαφορετικής φύσης. Η αναμετάδοση ή η μη μετάδοσή τους από κάποιο Μ.Μ.Ε. “φιλτράρει ένα τμήμα τους την ίδια στιγμή που αφήνει κάποιο άλλο να περάσει ελεύθερα”. Τέλος, ένα μηχάνημα που υπακούει σε ηλεκτρονικά και ακουστικά κριτήρια, δεν μας προσφέρει καμιά συγκεκριμένη και σαφή κυριαρχία πάνω στο μήνυμα που βγαίνει από αυτό. Οι διακόπτες του, μπορεί να μας χαρίζουν την ψευδαίσθηση του ελέγχου. Όμως, ουσιαστικά, δεν γνωρίζουμε τι είναι αυτό που μετατρέπουμε. Μπορούμε να αλλάξουμε κανάλι ή μέσο αποτύπωσης ή συνθήκες ακρόασης της ηχογραφημένης μουσικής, όμως δεν γνωρίζουμε ακριβώς αυτό που μετατρέπουμε.
---------------------------------------------------------------
Το βιβλίο του Michel Chion, Musiques (Medias et Tecnologies), κυκλοφόρησε το 1994 από τις εκδόσεις Flammarion. Στα ελληνικά, μεταφράστηκε από την Χρύσα Κανελλάκη και κυκλοφόρησε με τίτλο Η Μουσική από τον Εκδοτικό Οίκο Π. Τραυλός (Σειρά DO MI NOS).
Ο Michel Chion, είναι συνθέτης, μουσικολόγος, θεωρητικός του ήχου και των οπτικοακουστικών μέσων, συγγραφέας και σκηνοθέτης. Διδάσκει μουσικολογία και κινηματογραφία και είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris III.