Η μορφή της σημερινής μουσικής ζωής[1] συμπυκνώνει με πρωτογενή τρόπο τα τυπικά χαρακτηριστικά του σημερινού τρόπου ζωής. Παράλληλα, μεταθέτει τον κοινωνικό ανταγωνισμό στο επίπεδο της μη άμεσα παραγωγικής δραστηριότητας.
Τυπική δραστηριότητα της βιομηχανικής κοινωνίας, αυτό που σήμερα ονομάζουμε μουσική βιομηχανία εντάσσεται στην τεράστια μυθοποίηση του πολιτισμού του ελεύθερου χρόνου. Βασίζεται στην πραγματιστική[2] πίστη στη γραμμική πρόοδο[3] –πρόοδο που όπως πιστεύεται μπορεί να εξακολουθεί ‘επ’ αόριστον’.
Έχει γίνει υπερδομή: αναπτύσσεται στο έδαφος των σχέσεων παραγωγής, αλλά αναπτύσσει και τη δική της κίνηση. Δίνει μια μυθοποιημένη απάντηση στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής της.
Ο Ρολάν Μπαρτ [4] υποστηρίζει ότι ο μύθος -πολύ κοντά σ’ αυτό που η κοινωνιολογία του Durkheim αποκαλεί ‘συλλογική αναπαράσταση’- διαβάζεται στις ανώνυμες διατυπώσεις του Τύπου, της διαφήμισης, του αντικειμένου ευρείας κατανάλωσης. Είναι ένα κοινωνικό προσδιορισμένο, μία αντανάκλαση.
Η αντανάκλαση αυτή, ωστόσο, σύμφωνα με μία διάσημη εικόνα του Μαρξ, είναι αντιστραμμένη: ο μύθος συνίσταται στο να αντιστρέφει την κουλτούρα σε φύση ή, τουλάχιστον, το κοινωνικό, το πολιτισμικό, το ιδεολογικό, το ιστορικό, σε φυσικό: αυτό το οποίο είναι απλώς προϊόν της διαίρεσης των τάξεων, και των ηθικών, πολιτισμικών, αισθητικών αναπόφευκτων καταλοίπων της, παρουσιάζεται (διατυπώνεται) ως ‘νοούμενον οίκοθεν’.
Ο σύγχρονος μύθος είναι ασυνεχής: δε διατυπώνεται πια σε μεγάλα συγκροτημένα αφηγήματα, αλλά μόνο σε ‘έλλογους λόγους’. Είναι, το πολύ-πολύ, μία φρασεολογία, μία περιορισμένη συλλογή, ένα corpus φράσεων (στερεοτύπων).
Ο μύθος εξαφανίζεται, μένει όμως, πολύ πιο δόλιο, το μυθικό.[5]
Ο Gianni Vattimo, δίνοντας έμφαση στις μεταμοντέρνες θεωρήσεις της σκέψης του Νίτσε, τονίζει ότι η πραγματικότητα είναι καρπός και των ‘ποιητικών μεταφορών’. Μέσα από αυτές, μπορεί κάποιος να παράγει ψευδαισθήσεις σχετικά με την εξέλιξη της αλήθειας[6].
Ο Φρόιντ θεωρούσε ότι υποφέρουμε όλοι από μια νευρωτική ανάγκη ποσοτικής και ποιοτικής σύγκρισης. Το ένστικτο για παιχνίδι έχει μεταμορφωθεί σε ανταγωνισμό. Η σύγκριση είναι μια από τις τελεολογίες του ανταγωνισμού: επιτρέπει τη διάταξη των αξιών σε μια αμφίδρομη γραμμική σειρά με βάση μια μεγαλύτερη ή μικρότερη ενσωμάτωση μιας κοινής αξίας.
Στην εποχή μας, δεν υπάρχει κάποιο περισσότερο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ανταγωνισμού: η μουσική βιομηχανία έχει ανάγκη τη σύγκριση.
Διαχωρίζουμε στυλ και είδη μουσικής, συνθέτες από τραγουδοποιούς, ποιοτικούς από λιγότερο ποιοτικούς καλλιτέχνες, παλιά από καινούργια τραγούδια, σουξεδάκια από αριστουργήματα, όμορφους από πιο όμορφους, metal από hiphop, Καλομοίρα από Καλομοίρη. Βάζουμε σε τάξη (;) το χάος.
Παράλληλα, υπάρχει έντονη ανάγκη για μετρήσιμα μεγέθη: τα τσαρτς, τα τοπ, οι λίστες με τα καλύτερα, οι περισσότερες πωλήσεις, η ακροαματικότητα σε ποσοστά, οι δημοσκοπήσεις, οι αμοιβές των καλλιτεχνών, οι βαθμολογίες (τα αστεράκια) των κριτικών…
Ή μήπως, τελικά, σύγκριση και μετρήσεις, είναι κι αυτές ένας μύθος;
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνουμε τη μουσική σήμερα (δισκογραφία, ΜΜΕ), αλλά και -τις περισσότερες φορές- ο τρόπος με τον οποίο παράγεται η μουσική.
[2] Για τους πραγματιστές, οι αφηρημένες φιλοσοφίες είναι ανίκανες να εννοήσουν μια πρακτική, όπως η πρακτική της Τέχνης.
[3] Η γραμμική αντίληψη του χρόνου και η έννοια της προόδου είναι ‘παιδιά’ του 17ου αιώνα (Descartes, Bacon). Ο 18ος αιώνας επιζητεί να καθορίσει τους νόμους της προόδου: η αναπαράσταση του κόσμου υπήρξε –διαδοχικά- θεολογική, μεταφυσική, θετική. Είναι ο περίφημος νόμος των τριών καταστάσεων, στις οποίες αντιστοιχούν τρεις τύποι κοινωνιών: στρατιωτική, νομική, βιομηχανική
[4] Roland Barthes, Mythologies, 1957
[5] Roland Barthes, Εικόνα –Μουσική-Κείμενο, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1988
[6] http://www.filosofia.gr/vattimo.html