Η μουσική έχει διεισδύσει, ως διαρκής παρουσία, στα ενδότερα του φιλοσοφικού στοχασμού. Είναι παρούσα στο έργο φιλοσόφων που έχουν καθορίσει την πορεία της «δυτικής» διανόησης. Γιατί όμως;
Η μουσική είναι διφορούμενη, ασαφής. Η θεμελιώδης ασάφειά της, καθορίζει και τη στάση των φιλοσόφων απέναντί της: την πλησιάζουν με θαυμασμό και απορία.
Επίσης, η μουσική μπορεί να θεωρηθεί ως τρόπος του «είναι», τρόπος να επικοινωνήσουμε με την «εξωτερική πραγματικότητα».
Έτσι, δίκαια ελκύει το ενδιαφέρον των φιλοσόφων.
Η μουσική είναι παρουσία: την ακούμε. Καταλαμβάνει έναν χώρο. Τον χώρο στον οποίο παράγεται και τον χώρο στον οποίο διαχέεται. Δομείται με βάση έναν ενδογενή χρόνο, μέσα από τη φόρμα και τον ρυθμό, και αρθρώνεται στον υποκειμενικό χρόνο της ερμηνείας της.
Η μουσική είναι αντικείμενο, προέρχεται από ένα αντικείμενο, είναι αποτέλεσμα μαθηματικών σχέσεων που το αποτέλεσμά τους μας παρουσιάζεται μέσα από ένα καθορισμένο φυσικό συμβάν: τη διασπορά των ηχητικών κυμάτων στον αέρα.
Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει μυστήριο. Κι’ όμως, φαίνεται να ξεφεύγει από την αντίληψή μας. Την αισθανόμαστε, μπορούμε να μιλήσουμε γι αυτή, να επινοήσουμε θεωρίες και ταξινομήσεις, μα παραμένει αιθέρια, διάφανη, άπιαστη.
Η μουσική είναι απουσία: πού βρίσκεται; Στην παρτιτούρα; Στην ερμηνεία; Μια μελωδία είναι κατανοητή, παράγεται από συγκεκριμένα μουσικά όργανα ακολουθώντας μια συγκεκριμένη παρτιτούρα. Τώρα, αν εγώ «έπαιζα» εκείνη την παρτιτούρα, με εκείνα τα όργανα, σε μια άλλη τοποθεσία ή σε μια άλλη χρονική στιγμή, θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι η μελωδία είναι η ίδια;
Αυτό που υπογραμμίζει ο Καντ, ανασκευάζοντας τον Leibniz, φαίνεται να επαληθεύεται: σίγουρα οι νότες είναι οι ίδιες, αλλά ο τρόπος της εκτέλεσης, ο τόπος της ακρόασης την κάνουν μοναδική και ανεπανάληπτη.
Ο Καντ, στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου» απορρίπτει τις αρχές του Λάιμπνιτζ. Για τον Καντ το «ίδιο» φαινόμενο όταν επαναλαμβάνεται σε διαφορετικούς τόπους δεν είναι ποτέ το ίδιο.
Ένα γερμανικό γνωμικό λέει πως αυτό που μόνο μια φορά συμβαίνει, δεν έχει συμβεί ποτέ («Einmal ist keinmal»). Κι αν η μουσική δεν επαναλαμβάνεται ποτέ πανομοιότυπη ή, τουλάχιστον, δεν είναι ποτέ μόνο μια αλληλουχία συγχορδιών, τι μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα γι αυτή;
Είναι αδύνατο να δώσουμε ένα ορισμό στη μουσική. Είναι αριθμός ή χίμαιρα;
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν μας αφήνει αδιάφορους. Την αντιμετωπίζουμε σαν νοητική εμπειρία που όμως βιάζεται να υπερνικηθεί.
Επειδή το νοητικό στοιχείο ωθεί να τη χρωματίσουμε με εικόνες, να τη φορτώσουμε με ιστορίες, να την εξηγήσουμε «μεταφράζοντάς» την σε κάτι άλλο. Την προσωποποιούμε. Της δίνουμε ψυχή: είναι κραυγή, θρήνος, ψίθυρος.
Όμως, πόσο μπορεί η γλώσσα να περιγράψει τη μουσική, να την ξανα-διηγηθεί; Ο ακροατής σίγουρα δεν περιγράφει το ηχητικό φαινόμενο, αλλά την αίσθηση που αυτό του δημιουργεί. Ανάμεσα στον ακροατή και τον ερμηνευτή, δημιουργείται ένας δεσμός που τους καθορίζει ως δυο αντίθετους πόλους.
Όμως, ο ένας «εισχωρεί» στον άλλο: ο ένας πόλος καθορίζει αμοιβαία τον άλλο. Από αυτόν το δεσμό αναβλύζει η αμφιθυμία της μουσικής και ο εμβληματικός ρόλος που διαδραματίζει σε ότι αφορά την επαφή μας με τον κόσμο.
Όμως, αν η εκτέλεση είναι ο δεσμός ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο, ποιό από τα δύο την καθορίζει; Το αντικείμενο; Είναι δηλαδή πράξη του ερμηνευτή; Ή μήπως το υποκείμενο, ο ακροατής είναι αυτός που αποδίδει αξία στην εκτέλεση και καθορίζει την vis της ερμηνείας;
Ή μήπως το ίδιο το μουσικό κομμάτι, το ηχητικό γεγονός μεταφέρει από μόνο του αξίες, προσφέρει τη δική του ερμηνεία; Θα μπορούσαμε απλώς να συμπεράνουμε ότι όλα οφείλονται στην υποσυνείδητη τάση και αναγκαιότητα του ανθρώπου να προβάλει σε δεδομένα αντικείμενα τις εσωτερικές του καταστάσεις; Τότε πώς θα εξηγούσαμε το ότι διυποκειμενικά συμφωνούμε όταν εξηγούμε κάποιο μουσικό φαινόμενο, αν ο καθένας το ζει με τον δικό του τρόπο;